- ενδοπτικός
- -ή, -ό(ιατρ.), που γίνεται μέσα στο μάτι και παράγει εξωτερική οπτική εντύπωση: Ενδοπτικές λάμψεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδοπτικός — ή, ό αυτός που γίνεται μέσα στον οφθαλμό και παράγει εξωτερική οπτική εντύπωση («ενδοπτικές λάμψεις») … Dictionary of Greek